-
1 ἐπισκύνιον
A skin of the brows which projects over the eyes and is knitted in frowning (Arist.GA 780b28), πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, of a lion, Il.17.136; δεινὸν ἐ. ξυνάγων, of Aeschylus, Ar.Ra. 823 (hex.);τοῖον ἐ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Theoc.24.118
, cf.APl.4.100; ῥυσὸν ἐ., πολιὸν ἐ., AP6.64 (Paul.Sil.), 7.117 (Zenod.); even φαιδρὸν ἐ. ib.12.159 (Mel.); ἐπιστρέψας γυρὸν ἐ., of one who puts on a wise face, ib.11.376.8 (Agath.): in pl., Posidipp. ap. Ath.10.414e: hence,II. superciliousness, γυμνώσαντο βίου παντὸς ἐ., of Diogenes, AP7.63, etc.; but in Plb.25.3.6, simply, austerity, gravity of deportment.III. Adj. ἐπισκύνιος, ον, supercilious, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκύνιον
См. также в других словарях:
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek